-
1 κόπος
ο1) труд, усилие, напряжение; 2) утомление, усталость;§ χαμένος κόπος — напрасный- труд;
δεν αξίζει τον κόπο — не стоит (труда);
μου έφαγε τον κόπο μου — он мне не заплатил за работу;
λάβετε τον κόπο να περάσετε — проходите, пожалуйста
-
2 λαμβάνω
(αόρ. έλαβα и έλαβον, παθ. αόρ. ελήφθην) μετ.1) брать, взять;λαμβάνω κάθισμα — взять стул;
λαμβάνω τον υίόν μου — взять с собой сына;
2) получать, принимать;λαμβάνω επιστολή — получать письмо;
λαμβάνω κληρονομιά — получать наследство (от кого-л.); — наследовать (кому-л.);
λαμβάν διαταγή — получать приказ;
λαμβάνω όνομα — получать имя;
§ λαμβάν μέτρα — принять меры, позаботиться;
λαμβάνω τα μέτρα μου — принять меры предосторожности;
λαμβάνω τροφή — принимать пищу, есть;
λαμβάνω ανάγκη κάποιου — нуждаться в ком-л.;
λαμβάνω καιρό — иметь свободное время;
λαμβάν όρκο — давать клятву, клясться;
λαμβάνω τό λόγο — брать слово (на собрании);
λαμβάν υπ' όψιν — а) принимать во внимание; — придавать значение; — б) рассчитывать;
λαμβάνω γνώσιν τινός — узнавать, получать сведения о чём-л.;
την τιμή να... — иметь честь.;.;λαμβάνω τό θάρρος να... — брать на себя смелость;
λαμβάνω την άδεια να... — с вашего разрешения;
λαμβάνω την ||γουσαν είς... — отправляться в...;
λαμβάνω μέρος — принимать участие;
λαμβάνω τό μέρος κάποιου — становиться на чью-л. сторону, поддерживать кого-л.;
λαμβάνει χωράν — имеет место, происходит;
έλαβε σύζυγο τον Α. она вышла замуж за Α;λάβε -υπομονή наберись терпения; λάβετε τον κόπο να... не сочтите за труд, будьте добры... -
3 λαμβανω
тж. med. (fut. λήψομαι - ион. λάμφομαι, NT. λήμφομαι, дор. λαψοῦμαι, aor. 2 ἔλαβον, ἔλλαβον и λάβον, pf. εἴληφα; med.: aor. ἐλαβόμην, ἐλλαβόμην и λελαβόμην; pass.: fut. ληφθήσομαι, aor. ἐλήφθην - ион. ἐλάμφθην, pf. εἴλημμαι; imper. λαβέ и λάβε; adj. verb. ληπτός, ληπτέος - ион. λαμπτέος; inf. aor. 2 λαβεῖν)1) брать, хватать(χειρὴ χεῖρα, χείρεσσι φιάλαν Hom.; ἐν χεροῖν στέφη Soph.; βιβλιον NT.)
ἐλλάβετο σχεδίης Hom. — (Одиссей) ухватился за плот;λαβὼν κύσε χειρα Hom. — он схватил и поцеловал руку (Одиссея)2) обхватывать, обнимать(γούνατά τινος, γούνων τινά Hom.)
3) брать с собой, уводить(ἑτάρους Hom.)
ξυμπαραστάτην λ. τινά Soph. — брать кого-л. с собой в помощники;λαβόντες τοῦ βαρβαρικοῦ στρατοῦ Xen. — взяв с собой иноземный отряд4) захватывать, угонять, уносить, похищать(ἵππους, τὰ μῆλα, κτήματα πολλά Hom.)
ζῶντες ἐλάμφθησαν Her. — они были захвачены живьем5) отнимать(χιτῶνά τινος NT.)
6) захватывать, завладевать(Σικελίαν, αἰχμαλώτους Thuc.; βασιλείαν ἑαυτῷ NT.)
ἀρχῆς λαβέσθαι καὴ κράτους τυραννικοῦ Soph. — захватить господство и царскую власть7) (о чувствах и т.п.) охватывать(χόλος λάβε τινά Hom.; λαμβάνεσθαι ἔρωτι Xen.; ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας NT.)
λαβέσθαι ὑπὸ νόσου Her. и νόσῳ Soph. — заболеть;ὅ δαίμων τινὰ λελάβηκε Her. — божество вселилось в кого-л.;Ῥέᾳ ληφθῆναι Luc. — быть одержимым Реей;κνέφας λαμβάνει τέμενος αἰθέρος Aesch. — тьма покрывает небесный свод8) ( в качестве гостя) принимать(τινὰ εἰς οἰκίαν NT.)
9) связывать, обязывать(τινὰ πίστι καὴ ὁρκίοισι Her.)
ἀραῖον λ. τινά Soph. — связать кого-л. заклятьем10) захватывать, застигать, ловить(τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου Soph.; κλέπτοντά τινα Arph.)
λ. τινὰ ψευδόμενον Plat. — уличить кого-л. в обмане;δρῶν εἰλημμένος Arph. — захваченный на месте преступления11) натыкаться, (случайно) встречать, находить(τινὰ ἐν κακοῖς Soph.)
12) ( о взысканиях) налагать13) возлагать на себя, надевать(Ἑλληνίδα ἐσθῆτα Her.)
14) перен. схватывать, воспринимать, созерцать(θέαν ὄμμασιν Soph.)
15) постигать, усваивать, понимать(νόῳ Her. и ἐν νῷ Polyb.; ἐν τῇ γνώμῃ Xen.; τῇ διανοίᾳ Plat.)
16) (вос)приниматьλαβεῖν πρὸς ἀτιμίαν Plut. — воспринять как оскорбление;
τὸ πρᾶγμα μειζόνως λαβεῖν Thuc. — принять дело всерьез;λάβετε τοὺς λόγους μέ πολεμίως Thuc. — не примите этих слов в неприязненном смысле;λαβεῖν τι πρὸς δέος Plut. — испугаться чего-л.;θάνατον λαβεῖν Eur. — принять смерть, умереть;τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα Arst. — принятые вначале положения;αἱ εἰλημμέναι προτάσεις Arst. — допущенные положения;οὐ λ. πρόσωπον NT. — не взирать на лица, т.е. относиться беспристрастно17) предпринимать(πεῖράν τινος NT.)
συμβούλιον λαβεῖν NT. — устроить совещание18) объяснять, истолковывать(περί τινος τί ἐστι Arst.)
ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Her. — они так объяснили эти (слова)19) оценивать, определять(τέν ξυμμέτρησίν τινος Thuc.)
20) полагать, считать(ποθεινότερόν τι Thuc.)
21) получать, (при)обретать(κέρδος Arph.; ὄνομα Plat.; δόξαν παρὰ ἀνθρώπων NT.)
λ. ὕψος Thuc. — расти в высоту;λαβεῖν κλέος Hom., Soph. — стяжать славу;λαβεῖν ἀνὰ δηνάριον NT. — получить по динарию;γέλωτα μωρίαν τε λ. ἔν τινι Eur. — стать за (свое) неразумие посмешищем у кого-л.;αἰτίαν ἀπό τινος λ. Thuc. — навлечь на себя упреки с чьей-л. стороны;λαβεῖν τέν ἀξίην Her. — получить по заслугам22) получать, извлекать(οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Arph.; λ. μισθὸν ἐκ τῆς ἀρχῆς Plat.)
23) приобретать, покупать24) доходить, достигатьπρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν Isocr. — достигнуть брачного возраста;
λ. νόστον Eur. — дождаться возвращения на родину;λαβέσθαι τῶν ὀρῶν Thuc. — углубиться в горы;λαβέσθαι Δήλου Thuc. — прибыть в Делос;τέν Ἶδην λαβὼν ἐς ἀριστερέν χέρα Her. — оставив слева (гору) Иду;πρῶτον ἀληθείας λαβοῦ Plat. — прежде всего узнай истину25) начинать ощущать, ощутить, почувствовать(ὀργήν Eur.; φόβον Soph.; εὔνοιαν Thuc.)
λ. θυμόν Hom. — воспрянуть духом;λ. αἰδῶ Soph. — ощутить стыд, устыдиться;λήθην λαβεῖν τινος NT. — забыть о чем-л.
См. также в других словарях:
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
Lathe biosas — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου … Deutsch Wikipedia
Lemnischer Frevel — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Lambda — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 … Deutsch Wikipedia
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… … Dictionary of Greek
Флора-Каравиа, Талия — Талия Флора Каравиа (греч. Θάλεια Φλωρά Καραβία Сиатиста, 1871 Афины, 1960) одна из самых значительных и производительных греческих художниц .Её работы ещё полностью не охвачены каталогами. Но её работы маслом, превышают 2.500, в то… … Википедия